- ἀδιαίρετα
- ἀδιαίρετοςundividedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
μετρική — Τα αρχαία ποιητικά κείμενα των διάφορων ινδοευρωπαϊκών φυλών παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά, γεγονός που αποδεικνύει την κοινή καταγωγή τους. Αυτό το δεδομένο οδήγησε, ήδη από τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αι., στη… … Dictionary of Greek
ολόπτερος — η, ο (Α ὁλόπτερος, ον) 1. (για έντομα) αυτός που έχει ολόκληρα φτερά, όπως οι μέλισσες, οι σφήκες, σε αντιδιαστολή προς τα σχιζόπτερα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ολόπτερα τα έντομα που έχουν ακέραια, ολόκληρα, αδιαίρετα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
συμφυής — ές, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμφυής και τ. ουδ. στον πληθ. συμφυᾱ, Α [συμφύω] 1. σύμφυτος 2. έμφυτος, εγγενής νεοελλ. φρ. «συμφυής νόσος» ιατρ. συγγενής νόσος αρχ. 1. φυσικός («ὕδωρ... εἴτ ἐπακτὸν εἴτε συμφυές», Αριστοτ.) 2. προσαρμοσμένος από τη φύση… … Dictionary of Greek
Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν … Dictionary of Greek
Ανακάλυψη των σωματιδίων — Τα άτομα, που συμπεριφέρονται ως αδιαίρετα σ. στα χημικά φαινόμενα, παρουσιάζουν την πολυπλοκότητα τους στα ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα. Κάθε άτομο αποτελείται πράγματι από ένα πυρήνα, που φέρει θετικό ηλεκτρικό φορτίο και ο οποίος περιβάλλεται… … Dictionary of Greek
ελλοβόκαρπα ή λεγκουμινώδη ή χεδρωπά — Τάξη ή, κατά άλλους, οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών που περιλαμβάνει πολλές πόες, φρύγανα, θάμνους και δέντρα με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς τον όγκο, το χρώμα και το μέγεθος των ανθών κλπ., αλλά με κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τον… … Dictionary of Greek
Ζήνων ο Ελεάτης — (5ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Καταγόταν από την Ελέα της Κάτω Ιταλίας. Μαθητής του Παρμενίδη, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της Ελεατικής σχολής. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, όλη η σκέψη του Ζ. έχει κίνητρο την επιθυμία να ενισχύσει τη… … Dictionary of Greek
Σλέσβιχ - Χολστάιν — (Schleswig Holstein). Ομοσπονδιακό κρατίδιο της Γερμανίας, στο νότιο τμήμα της χερσονήσου της Γιουτλάνδης (έκταση 15 731 τ. χιλιόμ., 2 594 606 κάτοικοι). Συνορεύει στα βόρεια με τη Δανία στα νοτιοανατολικά με το Μέκλενμπουργκ της Α. Γερμανίας και … Dictionary of Greek
σωματίδια ή σωμάτια — Όνομα με το οποίο στην ατομική και πυρηνική φυσική ορίζονται τα αδιαίρετα συστατικά της ύλης. Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες ήταν γνωστός ένας περιορισμένος αριθμός σ., η συμπεριφορά των οποίων μας έκανε να σκεφτούμε ότι επρόκειτο περί των… … Dictionary of Greek